σκορδόπιστος

σκορδόπιστος
ο, θηλ. σκορδόπιστη, Ν
(με ειρωνική σημ.) ο άπιστος εραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + πιστός (πρβλ. παραδό-πιστος), πιθ. επειδή η χρήση σκόρδου δεν διευκολύνει τις ερωτικές περιπτύξεις και αποτελεί έμμεση άρνηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκορδόπιστος — η, ο άπιστος (λέγεται κυρίως για τους εραστές) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”